Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
View word page
διάφασις
view through
ShortDef
view through
Debugging
Headword:
διάφασις
Headword (normalized):
διάφασις
Headword (normalized/stripped):
διαφασις
IDX:
22286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22287
Key:
Data
{'content': 'view through'}