Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
View word page
διαφαρμακεύω
give medicine to

ShortDef

give medicine to

Debugging

Headword:
διαφαρμακεύω
Headword (normalized):
διαφαρμακεύω
Headword (normalized/stripped):
διαφαρμακευω
IDX:
22284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22285
Key:

Data

{'content': 'give medicine to'}