Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
View word page
διαφανής
seen through, transparent

ShortDef

seen through, transparent

Debugging

Headword:
διαφανής
Headword (normalized):
διαφανής
Headword (normalized/stripped):
διαφανης
IDX:
22283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22284
Key:

Data

{'content': 'seen through, transparent'}