Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
View word page
διαφαιρέω
take quite away

ShortDef

take quite away

Debugging

Headword:
διαφαιρέω
Headword (normalized):
διαφαιρέω
Headword (normalized/stripped):
διαφαιρεω
IDX:
22281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22282
Key:

Data

{'content': 'take quite away'}