Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
View word page
διαφαίνω
to shew through, let

ShortDef

to shew through, let

Debugging

Headword:
διαφαίνω
Headword (normalized):
διαφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαφαινω
IDX:
22280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22281
Key:

Data

{'content': 'to shew through, let'}