Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
διάφαυμα
View word page
διαφάδην
openly
ShortDef
openly
Debugging
Headword:
διαφάδην
Headword (normalized):
διαφάδην
Headword (normalized/stripped):
διαφαδην
IDX:
22278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22279
Key:
Data
{'content': 'openly'}