Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
διαφαυλίζω
View word page
διαφαγεῖν
to eat through
ShortDef
to eat through
Debugging
Headword:
διαφαγεῖν
Headword (normalized):
διαφαγεῖν
Headword (normalized/stripped):
διαφαγειν
IDX:
22277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22278
Key:
Data
{'content': 'to eat through'}