Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
διάφασις
View word page
διαυχένιος
running through the neck

ShortDef

running through the neck

Debugging

Headword:
διαυχένιος
Headword (normalized):
διαυχένιος
Headword (normalized/stripped):
διαυχενιος
IDX:
22276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22277
Key:

Data

{'content': 'running through the neck'}