Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διάφαρος
View word page
διαυχενίζομαι
hold the neck erect

ShortDef

hold the neck erect

Debugging

Headword:
διαυχενίζομαι
Headword (normalized):
διαυχενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαυχενιζομαι
IDX:
22275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22276
Key:

Data

{'content': 'hold the neck erect'}