Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
View word page
διαυξάνω
spread out
ShortDef
spread out
Debugging
Headword:
διαυξάνω
Headword (normalized):
διαυξάνω
Headword (normalized/stripped):
διαυξανω
IDX:
22274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22275
Key:
Data
{'content': 'spread out'}