Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαυλία
διαυλικός
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
View word page
διαυλωνίζω
pass through a narrow channel
ShortDef
pass through a narrow channel
Debugging
Headword:
διαυλωνίζω
Headword (normalized):
διαυλωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διαυλωνιζω
IDX:
22272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22273
Key:
Data
{'content': 'pass through a narrow channel'}