Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλικός
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνομαι
View word page
διαυλοδρόμος
running the δίαυλος

ShortDef

running the δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλοδρόμος
Headword (normalized):
διαυλοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
διαυλοδρομος
IDX:
22269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22270
Key:

Data

{'content': 'running the δίαυλος'}