Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαυγέω
διαυγής
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλικός
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαφαγεῖν
View word page
διαυλοδρόμης
a runner in the δίαυλος

ShortDef

a runner in the δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλοδρόμης
Headword (normalized):
διαυλοδρόμης
Headword (normalized/stripped):
διαυλοδρομης
IDX:
22267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22268
Key:

Data

{'content': 'a runner in the δίαυλος'}