Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλικός
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
View word page
διαυλοδρομέω
to run the δίαυλος

ShortDef

to run the δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλοδρομέω
Headword (normalized):
διαυλοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
διαυλοδρομεω
IDX:
22266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22267
Key:

Data

{'content': 'to run the δίαυλος'}