Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλικός
διαύλιον
διαυλοδρόμας
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλοδρόμος
δίαυλος
διαυλωνία
View word page
διαυλέω
accompany with a δίαυλος

ShortDef

accompany with a δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλέω
Headword (normalized):
διαυλέω
Headword (normalized/stripped):
διαυλεω
IDX:
22261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22262
Key:

Data

{'content': 'accompany with a δίαυλος'}