Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
View word page
διατύφω
dazed
ShortDef
dazed
Debugging
Headword:
διατύφω
Headword (normalized):
διατύφω
Headword (normalized/stripped):
διατυφω
IDX:
22252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22253
Key:
Data
{'content': 'dazed'}