Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
View word page
διαττάω
sift, riddle

ShortDef

sift, riddle

Debugging

Headword:
διαττάω
Headword (normalized):
διαττάω
Headword (normalized/stripped):
διατταω
IDX:
22242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22243
Key:

Data

{'content': 'sift, riddle'}