Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
View word page
διατρώγω
to gnaw through

ShortDef

to gnaw through

Debugging

Headword:
διατρώγω
Headword (normalized):
διατρώγω
Headword (normalized/stripped):
διατρωγω
IDX:
22241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22242
Key:

Data

{'content': 'to gnaw through'}