Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
View word page
διατροχάζω
to trot
ShortDef
to trot
Debugging
Headword:
διατροχάζω
Headword (normalized):
διατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
διατροχαζω
IDX:
22238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22239
Key:
Data
{'content': 'to trot'}