Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διατυγχάνω
View word page
διατροπή
confusion, agitation

ShortDef

confusion, agitation

Debugging

Headword:
διατροπή
Headword (normalized):
διατροπή
Headword (normalized/stripped):
διατροπη
IDX:
22235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22236
Key:

Data

{'content': 'confusion, agitation'}