Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
View word page
διάτριψις
grinding

ShortDef

grinding

Debugging

Headword:
διάτριψις
Headword (normalized):
διάτριψις
Headword (normalized/stripped):
διατριψις
IDX:
22234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22235
Key:

Data

{'content': 'grinding'}