Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
View word page
διάτριχα
in three divisions, three ways
ShortDef
in three divisions, three ways
Debugging
Headword:
διάτριχα
Headword (normalized):
διάτριχα
Headword (normalized/stripped):
διατριχα
IDX:
22233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22234
Key:
Data
{'content': 'in three divisions, three ways'}