Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
View word page
διατριπτικός
fit for bruising

ShortDef

fit for bruising

Debugging

Headword:
διατριπτικός
Headword (normalized):
διατριπτικός
Headword (normalized/stripped):
διατριπτικος
IDX:
22230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22231
Key:

Data

{'content': 'fit for bruising'}