Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
View word page
διατριπτέος
one must spend time

ShortDef

one must spend time

Debugging

Headword:
διατριπτέος
Headword (normalized):
διατριπτέος
Headword (normalized/stripped):
διατριπτεος
IDX:
22229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22230
Key:

Data

{'content': 'one must spend time'}