Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
View word page
διατριπτέον
one must spend time

ShortDef

one must spend time

Debugging

Headword:
διατριπτέον
Headword (normalized):
διατριπτέον
Headword (normalized/stripped):
διατριπτεον
IDX:
22228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22229
Key:

Data

{'content': 'one must spend time'}