Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
διατροφή
View word page
διάτριμμα
a sore from the skin being rubbed off

ShortDef

a sore from the skin being rubbed off

Debugging

Headword:
διάτριμμα
Headword (normalized):
διάτριμμα
Headword (normalized/stripped):
διατριμμα
IDX:
22227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22228
Key:

Data

{'content': 'a sore from the skin being rubbed off'}