Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
διάτροπος
View word page
διατρίζω
squeak, creak

ShortDef

squeak, creak

Debugging

Headword:
διατρίζω
Headword (normalized):
διατρίζω
Headword (normalized/stripped):
διατριζω
IDX:
22226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22227
Key:

Data

{'content': 'squeak, creak'}