Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
διατροπή
View word page
διατρίβω
to rub between, rub hard, rub away, consume, waste
ShortDef
to rub between, rub hard, rub away, consume, waste
Debugging
Headword:
διατρίβω
Headword (normalized):
διατρίβω
Headword (normalized/stripped):
διατριβω
IDX:
22225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22226
Key:
Data
{'content': 'to rub between, rub hard, rub away, consume, waste'}