Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
διάτριψις
View word page
διατριβικός
scholastic, pedantic

ShortDef

scholastic, pedantic

Debugging

Headword:
διατριβικός
Headword (normalized):
διατριβικός
Headword (normalized/stripped):
διατριβικος
IDX:
22224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22225
Key:

Data

{'content': 'scholastic, pedantic'}