Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριχα
View word page
διατριβή
a way of spending time

ShortDef

a way of spending time

Debugging

Headword:
διατριβή
Headword (normalized):
διατριβή
Headword (normalized/stripped):
διατριβη
IDX:
22223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22224
Key:

Data

{'content': 'a way of spending time'}