Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
διάτριτος
View word page
διάτρητος
bored through, pierced

ShortDef

bored through, pierced

Debugging

Headword:
διάτρητος
Headword (normalized):
διάτρητος
Headword (normalized/stripped):
διατρητος
IDX:
22222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22223
Key:

Data

{'content': 'bored through, pierced'}