Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
διατριτάριος
View word page
διατρητάριος
maker of diatreta

ShortDef

maker of diatreta

Debugging

Headword:
διατρητάριος
Headword (normalized):
διατρητάριος
Headword (normalized/stripped):
διατρηταριος
IDX:
22221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22222
Key:

Data

{'content': 'maker of diatreta'}