Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
διατριπτικός
View word page
διάτρησις
perforation: pore

ShortDef

perforation: pore

Debugging

Headword:
διάτρησις
Headword (normalized):
διάτρησις
Headword (normalized/stripped):
διατρησις
IDX:
22220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22221
Key:

Data

{'content': 'perforation: pore'}