Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτέος
View word page
διάτρημα
foramen

ShortDef

foramen

Debugging

Headword:
διάτρημα
Headword (normalized):
διάτρημα
Headword (normalized/stripped):
διατρημα
IDX:
22219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22220
Key:

Data

{'content': 'foramen'}