Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
View word page
διατρέω
to flee all ways

ShortDef

to flee all ways

Debugging

Headword:
διατρέω
Headword (normalized):
διατρέω
Headword (normalized/stripped):
διατρεω
IDX:
22218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22219
Key:

Data

{'content': 'to flee all ways'}