Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
View word page
διατρέχω
to run across
ShortDef
to run across
Debugging
Headword:
διατρέχω
Headword (normalized):
διατρέχω
Headword (normalized/stripped):
διατρεχω
IDX:
22217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22218
Key:
Data
{'content': 'to run across'}