Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
View word page
διατρέφω
to sustain continually

ShortDef

to sustain continually

Debugging

Headword:
διατρέφω
Headword (normalized):
διατρέφω
Headword (normalized/stripped):
διατρεφω
IDX:
22216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22217
Key:

Data

{'content': 'to sustain continually'}