Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
View word page
διατρέπω
to turn away from
ShortDef
to turn away from
Debugging
Headword:
διατρέπω
Headword (normalized):
διατρέπω
Headword (normalized/stripped):
διατρεπω
IDX:
22215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22216
Key:
Data
{'content': 'to turn away from'}