Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
View word page
διατρεπτικός
dissuasive

ShortDef

dissuasive

Debugging

Headword:
διατρεπτικός
Headword (normalized):
διατρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
διατρεπτικος
IDX:
22214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22215
Key:

Data

{'content': 'dissuasive'}