Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
View word page
διατρεμέω
to be very still
ShortDef
to be very still
Debugging
Headword:
διατρεμέω
Headword (normalized):
διατρεμέω
Headword (normalized/stripped):
διατρεμεω
IDX:
22213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22214
Key:
Data
{'content': 'to be very still'}