Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
View word page
διατραχύνω
make quite rough

ShortDef

make quite rough

Debugging

Headword:
διατραχύνω
Headword (normalized):
διατραχύνω
Headword (normalized/stripped):
διατραχυνω
IDX:
22212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22213
Key:

Data

{'content': 'make quite rough'}