Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
View word page
διατρανῶς
clearly
ShortDef
clearly
Debugging
Headword:
διατρανῶς
Headword (normalized):
διατρανῶς
Headword (normalized/stripped):
διατρανως
IDX:
22210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22211
Key:
Data
{'content': 'clearly'}