Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
View word page
διάτορος
piercing, galling

ShortDef

piercing, galling

Debugging

Headword:
διάτορος
Headword (normalized):
διάτορος
Headword (normalized/stripped):
διατορος
IDX:
22208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22209
Key:

Data

{'content': 'piercing, galling'}