Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
View word page
διατορέω
strike through, pierce

ShortDef

strike through, pierce

Debugging

Headword:
διατορέω
Headword (normalized):
διατορέω
Headword (normalized/stripped):
διατορεω
IDX:
22205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22206
Key:

Data

{'content': 'strike through, pierce'}