Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
View word page
διατορεύω
engrave, chase
ShortDef
engrave, chase
Debugging
Headword:
διατορεύω
Headword (normalized):
διατορεύω
Headword (normalized/stripped):
διατορευω
IDX:
22204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22205
Key:
Data
{'content': 'engrave, chase'}