Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
View word page
διατόρευμα
graven work
ShortDef
graven work
Debugging
Headword:
διατόρευμα
Headword (normalized):
διατόρευμα
Headword (normalized/stripped):
διατορευμα
IDX:
22203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22204
Key:
Data
{'content': 'graven work'}