Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
View word page
διατομή
a severance

ShortDef

a severance

Debugging

Headword:
διατομή
Headword (normalized):
διατομή
Headword (normalized/stripped):
διατομη
IDX:
22196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22197
Key:

Data

{'content': 'a severance'}