Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
View word page
διάτοιχος
extending through the width of the wall

ShortDef

extending through the width of the wall

Debugging

Headword:
διάτοιχος
Headword (normalized):
διάτοιχος
Headword (normalized/stripped):
διατοιχος
IDX:
22195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22196
Key:

Data

{'content': 'extending through the width of the wall'}