Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
View word page
διατμίζω
evaporate
ShortDef
evaporate
Debugging
Headword:
διατμίζω
Headword (normalized):
διατμίζω
Headword (normalized/stripped):
διατμιζω
IDX:
22194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22195
Key:
Data
{'content': 'evaporate'}