Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
View word page
διατμήγω
to cut in twain

ShortDef

to cut in twain

Debugging

Headword:
διατμήγω
Headword (normalized):
διατμήγω
Headword (normalized/stripped):
διατμηγω
IDX:
22191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22192
Key:

Data

{'content': 'to cut in twain'}